Νέα Σμύρνη
17 Μαΐου, 2023
Λαύριο
17 Μαΐου, 2023

Κέντρο Αθήνας Β'

Η έλευση 115.000 Μικρασιατών προσφύγων στην Αθήνα, μετά την καταστροφή, μεταμορφώνει την πρωτεύουσα και της προσδίδει σταδιακά ένα μητροπολιτικό χαρακτήρα. Καθώς τότε οι κάτοικοι δεν ξεπερνούσαν τις 300.000, οι αλλαγές που επέρχονται στον πληθυσμό, την καθημερινότητα, την κοινωνία, τη συμπεριφορά είναι μεγάλες. Αντίστοιχα καταλυτικά θα λειτουργήσει και η πολιτισμική ώσμωση, στη μουσική, τη λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες, αλλά και στη μαγειρική.

Τα επιτακτικά προβλήματα που τίθενται προς επίλυση είναι η στέγαση αλλά και η περίθαλψη των προσφύγων. Οι ελληνικές αρχές είναι απροετοίμαστες για τα κύματα που συρρέουν από τον Σεπτέμβριο του 1922 και προωθούνται από τον Πειραιά στο κέντρο της πόλης.  Άλλωστε περίπου δυο μήνες πριν από την καταστροφή της Σμύρνης, λίγες μόλις μέρες μετά από την κατάρρευση του μετώπου στο τέλος Ιουλίου, η βασιλική κυβέρνηση της Αθήνας είχε ψηφίσει έναν επαίσχυντο –κατά κοινή ομολογία– νόμο, για να εμποδίσει την έλευση προσφύγων προς την Ελλάδα.

Οι τραγικές εξελίξεις έχουν όμως πλέον –κι όπως θα επισφραγισθεί και από την συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών του 1923– αμετάκλητο χαρακτήρα. Η Αθήνα, μια πόλη που σε τίποτα δεν θυμίζει τη μεγαλούπολη του 21ου αιώνα, αρχίζει τότε να μετασχηματίζεται σε μητρόπολη. Η εσωτερική γεωγραφία ανασυντάσσεται, νέα προάστια γεννιούνται. 

Με την έλευση των προσφύγων κάθε ελεύθερος δημόσιος χώρος, πάρκα, προαύλια εκκλησιών, πλατείες, στρατόπεδα, ακόμη και η κοίτη του Ιλισού και των παραποτάμων του, καταλαμβάνεται από τους εξαθλιωμένους Μικρασιάτες. Δημοσιογράφοι της εποχής χαρακτηρίζουν την ελληνική πρωτεύουσα έναν «κάμπο με αντίσκηνα». Αναπόφευκτα κυριαρχεί η αυτοστέγαση, οι σκηνές, οι παράγκες, η αυτοσχέδια εγκατάσταση, η αυθαίρετη δόμηση.

Θα ακολουθήσει η δημιουργία οικισμών στις τότε παρυφές της πόλης. Η οργανωμένη δόμηση γύρω από κεντρικές, εσωτερικές αυλές, με δωμάτια ελάχιστων τετραγωνικών που κατασκευάζει το κράτος ή η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων∙ ξύλινα προκατασκευασμένα, που συχνά δίνονταν ημιτελή με την προοπτική να ολοκληρώσουν μόνοι τους την κατασκευή οι πρόσφυγες. Δημιουργούνται και οι «επίσημοι» συνοικισμοί. Τον Ιούνιο του 1923 νομοθετείται η παραχώρηση δημόσιων και η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών οικοπέδων για την ανέγερση αστικών προσφυγικών συνοικισμών. Η αστική αποκατάσταση, μια διαδικασία συχνά αρκετά περίπλοκη ήταν κυρίως έργο του κράτους.

Η έλλειψη στέγης στην Αθήνα τη δεκαετία του 1920 είναι τόσο μεγάλη, ώστε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων θεωρεί ως μονάδα αναφοράς το δωμάτιο κι όχι την οικία. Σε ένα δωμάτιο συχνά κατοικούσαν μία, δύο ή και περισσότερες οικογένειες. Στην πραγματικότητα, οι διαφορετικές μορφές στέγασης των προσφύγων για μεγάλο διάστημα συνυπάρχουν. 

Στην κινητικότητα που θα κυριαρχήσει τη μεγάλη καινοτομία θα φέρει η ανέγερση πολυκατοικιών. Αρχικά, το 1927 θα ψηφισθεί νόμος που αφορά μόνον στους προσφυγικούς οικισμούς. Περίπου δυο χρόνια μετά, το 1929, η ανέγερση και χρήση του πρωτόγνωρου αυτού κτιρίου διευρύνεται. Συγκρότημα προσφυγικών πολυκατοικιών θα κτισθούν τη δεκαετία του 1930 στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο Δουργούτι, αλλά και στην παλιά Κοκκινιά, στην Καισαριανή, στου Ρέντη, στη Δραπετσώνα. Θεωρούνται  δείγμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου και απηχούν επιρροές του Bauhaus. 

Στο  εγχείρημα της αστικής αποκατάστασης των προσφύγων θα συμβάλει και η ψήφιση νόμου το 1929, που στηρίζει την οργανωμένη αυτοστέγαση μέσα από οικοδομικούς συνεταιρισμούς. 

Οι προσφυγικοί συνοικισμοί εμπεριέχουν αποτυπωμένο έναν ιδιαίτερο τρόπο καθημερινής ζωής, αναφορών, βιωμάτων, ιστορίας, μνήμης των Μικρασιατών. Συχνά αποτέλεσαν «μια μικρή πόλη μέσα στην πόλη». Στις αρχές του 21ου αιώνα οι περισσότεροι τέτοιοι συνοικισμοί στην Αθήνα έχουν κατεδαφισθεί.

Επιβιώνουν ωστόσο ορισμένα από τα φτωχικά αυτά κτίσματα, αναπόσπαστο τμήμα του παλίμψηστου της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης.