Αιγάλεω
17 Μαΐου, 2023
Δραπετσώνα
23 Μαΐου, 2023

Κέντρο Αθήνας Α'

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 θεωρήθηκε η μεγαλύτερη συμφορά του νεότερου Ελληνισμού. Εκατοντάδες χιλιάδες εξοντώθηκαν, ξεριζώθηκαν από πατρίδες και εστίες με ιστορία αιώνων. Μετά και από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών υπολογίζεται ότι συνολικά έφτασαν στην Ελλάδα, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 5.000.000, περί τους 1.400.000 πρόσφυγες. Ήταν μια ανατροπή πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική.

«Η αποκατάσταση και αφομοίωση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε και παραμένει το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους», γράφει ο ιστορικός Γ.Θ. Μαυρογορδάτος. Αναμφίβολα επηρέασε βαθιά κάθε πτυχή της ζωή στην ελληνική επικράτεια, στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο. Η προσπάθεια του ελληνικού κράτους για την αποκατάσταση των συχνά ετερόκλητων πληθυσμών, η έλευση των οποίων έγινε κατά κύματα, είναι δύσκολο να αποτιμηθεί μονοσήμαντα, θετικά ή αρνητικά. Όπως έχει επισημανθεί, «η κατάσταση υπήρξε πρωτοφανής και πολύπλοκη σε όλα τα πεδία».

Το μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμιακών ροών εγκαθίσταται στα αστικά κέντρα. Η Αθήνα, όπως δείχνει η απογραφή του 1920, είχε τότε πληθυσμό 290.000, ο οποίος οκτώ χρόνια αργότερα έφτασε τις 460.000. Η πρωτεύουσα κυριολεκτικά κατακλύζεται από εξαθλιωμένους Μικρασιάτες, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά, που αναζητούν ένα πρόχειρο καταφύγιο, ένα πιάτο φαγητό, για να εξασφαλίσουν την επιβίωση μέχρι την επόμενη μέρα.    

Αντίσκηνα και αυτοσχέδια παραπήγματα στήνονται σε ελεύθερους ανοιχτούς χώρους. Επιτάσσονται δημόσια κτίρια,  θέατρα, κινηματογράφοι, χαρτοπαικτικές λέσχες, αποθήκες, γραφεία, νοσοκομεία και φυσικά κατοικίες. Το Δημοτικό Θέατρο, το Ζάππειο Μέγαρο, τα Παλαιά Ανάκτορα (η σημερινή Βουλή) στεγάζουν οικογένειες, ορφανά, υπηρεσίες. Δρόμοι, πλατείες, κοίτες ποταμών, πάρκα, αλλά και ανοικτοί αρχαιολογικοί χώροι γίνονται τόπος παραμονής και παροχής στοιχειώδους περίθαλψης.

Οι συνθήκες διαβίωσης είναι κατά κυριολεξία άθλιες. Οι συνθήκες υγείας και υγιεινής επικίνδυνες. Η πυκνότητα του πληθυσμού την περίοδο 1922-1923 είναι πολύ μεγάλη και οι αρμόδιες υπηρεσίες ανεπαρκείς. Εμφανίζονται επιδημίες, καταγράφονται κρούσματα τύφου, ιλαράς, οστρακιάς, μηνιγγίτιδας, ευλογιάς, δυσεντερίας και χολέρας.

Οι κρατικοί μηχανισμοί αρωγής και αποκατάστασης είναι εντελώς απροετοίμαστοι για την άφιξη τόσο μεγάλων προσφυγικών κυμάτων. Θα στηρίξουν και  φιλανθρωπικές οργανώσεις, καθώς και διεθνείς οργανισμοί. Σταδιακά, αρχίζουν να οργανώνονται καταυλισμοί προσφύγων, μέσα αλλά και στις παρυφές της Αθήνας.  Καθώς μπαίνει ο χειμώνας του 1922, πολλά παιδιά και ασθενείς πρόσφυγες, αρχίζουν να πεθαίνουν από την ασιτία και το κρύο. Η θνησιμότητα αυξάνεται. Η εικόνα του επαίτη, ρακένδυτου πρόσφυγα γίνεται κοινός τόπος. Προηγήθηκε η ζωή∙ ακολούθησε η τέχνη. Οι πρόσφυγες νιώθουν εγκαταλελειμμένοι, «ξένοι», οι ντόπιοι νιώθουν να απειλούνται. Η ελληνικότητα των προσφύγων συχνά αμφισβητείται. Οι συντηρητικές κοινωνίες των γηγενών, αγροτικές αλλά και αστικές, έρχονται σε επαφή με νέες αξίες και συνήθειες, πολλές από τις οποίες είναι δύσκολο να αποδεχτούν. Οι διαφορές στον τρόπο ζωής, ακόμη και στη γλώσσα, ενισχύουν την επιφυλακτικότητα, αν όχι εχθρότητα, και ενίοτε ξεκάθαρα ρατσιστική αντιμετώπιση των ντόπιων απέναντι στους νεοφερμένους.

Παρά τις δυσκολίες, οι πρόσφυγες διαμορφώνουν με πείσμα μια δικής τους ταυτότητα, την «προσφυγική». Μεταφέρουν σύμβολα της πατρίδας τους, γιορτές,  τραγούδια, συνήθειες. Είναι αλληλέγγυοι, πείσμονες, κι εντέλει δημιουργικοί. Γεγονός είναι ότι «μετά την άφιξη των μεγάλων προσφυγικών κυμάτων ο διαχωρισμός γηγενείς και πρόσφυγες εδραιώθηκε ως ένα μείζον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας του Μεσοπολέμου» γράφει ο ιστορικός Κώστας Κωστής.

Καθώς όμως ο δρόμος της επιστροφής έχει αμετάκλητα κλείσει, η συνύπαρξη είναι μια ανάγκη που θα γίνει αναγκαιότητα και η ώσμωση θα οδηγήσει, χρόνια αργότερα, σε μια αντίληψη για συλλογικότητα.