Πειραιάς
17 Μαΐου, 2023Νέος Κόσμος
17 Μαΐου, 2023Νέα Ερυθραία
Η σημερινή περιοχή της Νέας Ερυθραίας στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είναι μια δασώδης περιοχή όπου συχνάζουν κυνηγοί γιατί το κυνήγι είναι άφθονο. Βρίσκεται ανάμεσα στην “αριστοκρατική” Κηφισιά και το Καστρί, που την περίοδο εκείνη αναπτύσσεται επίσης σε κέντρο εξοχικών κατοικιών επιφανών οικογενειών. Μέχρι το 1925 μόνο ένα μικρό ξενοδοχείο είναι κτισμένο, ο “Φάρος”, ενώ από την περιοχή διέρχεται και το βαγονέτο που κατεβάζει μάρμαρα Διονύσου μέχρι το Στροφύλι, την περιοχή δηλαδή της Κηφισιάς όπου έχουν τις βίλες τους οι επιφανέστεροι Αθηναίοι. Με την έλευση των προσφύγων, αρκετοί εγκαθίστανται το 1923 στην Κηφισιά, σε πρόχειρα παραπήγματα και σκηνές γύρω από το Μπενάκειο Ίδρυμα και στα “Αλώνια”. Δημιουργούν το Σύλλογο Μικρασιατών Κηφισιάς, ο οποίος αποδεικνύεται ιδιαίτερα δραστήριος. Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονται από τη χερσόνησο της Ερυθραίας, άνθρωποι που ακολούθησαν τα επαναστατημένα στρατεύματα του Νικόλαου Πλαστήρα και του Στυλιανού Γονατά στην περαίωσή τους από τον Τσεσμέ στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Ασκούν συστηματικές πιέσεις προς την κυβέρνηση, εωσότου το 1925 απαλλοτριώνεται μια έκταση ανάμεσα στην Κηφισιά και το Μορτερό, η οποία ανήκε στη Μονή Πεντέλης. Ελάχιστη άλλη βοήθεια δίνεται προς αυτούς.
Η Νέα Ερυθραία δημιουργήθηκε από το Σύλλογο, ο οποίος φρόντισε να εκπονήσει οικοδομικό σχέδιο με Ρώσο μηχανικό υπό την επίβλεψη του αρχιμηχανικού Αυγερινού. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός είναι βασισμένος στο Ιπποδάμειο σύστημα και δεν έχει πολλές πλατείες και ανοιχτούς χώρους. Τα σπίτια κατασκευάζονται -με τη συνδρομή και προσφύγων οι οποίοι κόβουν πέτρα και φτιάχνουν πλίνθους στο Σπατατζίκι (κοντά στο σημερινό φράγμα του Μαραθώνα)- και στη συνέχεια αγοράζονται από τους πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν γεωργοί και μάλιστα αμπελοκαλλιεργητές. Στην ουσία λοιπόν η Νέα Ερυθραία, αν και αστικός οικισμός, διατηρεί και στοιχεία αγροτικού συνοικισμού.
Τον Αύγουστο του 1928 ένα κυβερνητικό κλιμάκιο με επικεφαλής τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο επισκέπτεται τη Νέα Ερυθραία για να παραστεί στις εορταστικές εκδηλώσεις για την Κοίμηση της Θεοτόκου. Το γεγονός τραβά την προσοχή του τύπου και η εφημερίδα Πατρίς αφιερώνει μεγάλη στήλη για την πρόοδο και προκοπή του μικρασιατικού ελληνισμού στη γωνιά αυτή της Αττικής. Αναφέρονται 400 ιδιόκτητα σπίτια ενώ φαίνεται ότι ακόμη υπήρχαν οικογένειες που μένουν σε παράγκες. Την ίδια χρονιά ο Σμυρνιός Υπουργός Προνοίας Ορφανίδης δίνει εντολή για την ανέγερση 16 διπλών κατοικιών, δικαιούχοι των οποίων είναι κυρίως χήρες με ορφανά. Αυτά λέγονται για πολλά χρόνια “Νεόχτιστα” μεταξύ των οδών Σιβρισαρίου, Αλατσάτων, Κωνσταντινουπόλεως και Γραβιάς. Η εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (Ευαγγελίστρια) είναι ακόμη ένα ξύλινο κτίσμα και το ίδιο συμβαίνει με το τριτάξιο σχολείο που βρίσκεται μπροστά της.
Το 1928 ανακύπτει και ένα ακόμη πρόβλημα: το δασαρχείο απαγορεύει την καλλιέργεια της γης από τους πρόσφυγες. Καθίσταται όμως σαφές στο κυβερνητικό κλιμάκιο και στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ότι η αμπελοκαλλιέργεια και γενικά η άροση της γης είναι βασικό στοιχείο της ζωής των Ερυθραιωτών και ότι χάρη σε αυτήν θα μπορέσουν οι άνθρωποι να ορθοποδήσουν ξανά. Έτσι, στη διάρκεια της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων η κυβέρνηση διανέμει κλήρους των 7 στρεμμάτων σε 90 δικαιούχους στην περιοχή του Μορτερού. Πιθανότατα εξαιτίας της ιδιότητάς τους αυτής ως γεωργοί και “λεσπέρηδες” (αμπελουργοί) οι Ερυθραιώτες δέχονται προσβολές ως κοινωνικά κατώτεροι. Ήδη την εποχή εκείνη η ανερχόμενη αστική τάξη της Αθήνας αλλά και η παλιά αριστοκρατία είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στα βόρεια προάστια για να βρει χώρο για τις πολυτελείς της βίλες. Η συνειδητοποίηση ότι οι πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στη Νέα Ερυθραία προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις, μεταξύ άλλων και από ανθρώπους που αρχικά είχαν βοηθήσει, από ανθρωπισμό, τους νεοφερμένους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά ότι δεν ήταν σωστό να εγκατασταθούν μεταξύ της Κηφισιάς και της Εκάλης, δηλαδή “μεταξύ χρυσού και αδάμαντος”. Όμως και μεταξύ των προσφύγων υπάρχει διαφοροποίηση: οι πιο εύποροι και αστικής καταγωγής πρόσφυγες προσπαθούν αρχικά να δημιουργήσουν δική τους συνοικία, ανάμεσα στα “Σίδερα” (δηλαδή τον βαγονέτο) και το “Δρόμο”. Όταν δεν γίνεται δεκτό το αίτημά τους για ιδιαίτερη μεταχείριση, οι περισσότεροι αναχωρούν για τη Νέα Σμύρνη ή άλλες συνοικίες με περισσότερο “αστικό” προσανατολισμό.
Σταδιακά, η Νέα Ερυθραία εξελίσσεται βέβαια κι αυτή με τη σειρά της σε “ακριβό” προάστιο της Αττικής, με έντονη εμπορική κίνηση (για να εξυπηρετεί τις περιοχές του Καστριού και της Εκάλης που δεν έχουν πολλά μαγαζιά) και με έντονη ανοικοδόμηση η οποία στέρησε ακόμη και τα λίγα απομεινάρια του προσφυγικού παρελθόντος. Μένει όμως η άυλη κληρονομιά και η καλλιέργεια της συλλογικής μνήμης από συλλόγους και μελετητές για να θυμίζει τους Ερυθραιώτες πρόσφυγες και το μικρόκοσμο που έχτισαν εδώ.