Νέα Σμύρνη
17 Μαΐου, 2023

Βύρωνας

Ο Βύρωνας είναι ο πρώτος αστικός προσφυγικός συνοικισμός που ιδρύθηκε επίσημα στην Αττική. Αρχικά ήταν μέρος του “συνοικισμού Παγκρατίου”. Η ανοικοδόμησή του αρχίζει με πανηγυρική λειτουργία τον Απρίλιο του 1923. Είναι εξαρχής προορισμένος για πρόσφυγες με αστικό υπόβαθρο αλλά από πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ένα τοπωνύμιο συνδεδεμένο με τις παλιές πατρίδες, το όνομα που τελικά επιλέγεται προκύπτει από το γεγονός ότι στα μέσα Απριλίου του 1924 εορτάζονται τα 100 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι. Η επέτειος φέρνει στην Αθήνα πολλές προσωπικότητες από τον δυτικό κόσμο, ιδιαίτερα όμως από την Αμερική και την Ευρώπη. Είναι άλλωστε η εποχή που η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων παίρνει τα ηνία από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων και, με χρηματική ενίσχυση από την Αγγλία και την Αμερική,  αναλαμβάνει το τιτάνιο έργο της στέγασης και επαγγελματικής αποκατάστασης των προσφύγων τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. 

Η περιοχή όπου αναπτύσσεται ο Βύρωνας απλώνεται στους πρόποδες του Υμηττού και εκτείνεται αρχικά από την οικία της Ισιδώρας Ντάνκαν στο λόφο του Κοπανά ως τη μάντρα του Σιαφάκα στον άξονα Βορρά-Νότου και από το μοναστήρι της Ανάληψης ως τη λεγόμενη “Γέφυρα” στον άξονα Ανατολής-Δύσης. Πρόκειται για περιοχή χέρσα, που χρησιμοποιείται κυρίως ως βοσκοτόπι, η οποία απαλλοτριώνεται για την εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών. Ο κτηνοτρόφος Σιαφάκας μάλιστα, ο οποίος νεμόταν την περιοχή νωρίτερα, συγκινημένος από το δράμα των προσφύγων, τους αφήνει να παίρνουν νερό από τη βρύση που υπήρχε εντός της περιφραγμένης κτηματικής του περιουσίας. 

Οι πρώτες παράγκες είναι ξύλινες. Με την ΕΑΠ όμως αρχίζει η κατασκευή πλίνθινων μικρών οικιών, οι οποίες συχνά παραδίδονται στους δικαιούχους χωρίς παράθυρα και πόρτες. Οι πρόσφυγες συμμετέχουν οι ίδιοι στο κτίσιμο και την αποπεράτωση των κτισμάτων αυτών. Αρκετές φορές τα σπίτια καταλαμβάνονται από μη δικαούχους ή πάντως από όσους δεν έχουν ακόμη σειρά να στεγασθούν και αυτό καταλήγει σε καυγάδες και παρέμβαση της αστυνομίας. Ο αρχιμηχανικός της ΕΑΠ, Γεώργιος Σούλης, εκτός από το οικιστικό μέρος είναι επιφορτισμένος και με τα δημόσια κτίρια, κυρίως το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο, που ολοκληρώνεται το 1925 και είναι πρότυπο για την εποχή του: πρόκειται για ένα διπλό οικοδόμημα, αρρένων και θηλέων, εφοδιασμένο με ξύλινα θρανία και σύγχρονο εξοπλισμό. Ο Σούλης φρόντισε επίσης και για την ύδρευση του οικισμού, δημιουργώντας μια δεξαμενή νερού με αντλιοστάσιο στο άλσος που φυτεύεται απέναντι από το σχολείο και όπου ανοικοδομείται η πρώτη λίθινη εκκλησία για τις ανάγκες των προσφύγων, η Αγία Τριάδα. 

 Στην αρχή της εγκατάστασης, οι πρόσφυγες θρησκεύονται στο μοναστήρι της Ανάληψης, στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου και σε μερικές ξυλόπηκτες εκκλησίες, όπως η Μεταμόρφωση και ο Άγιος Δημήτριος. Μάλιστα δε λείπουν και οι αντιδράσεις, όπως αυτή του ενοριακού συμβουλίου του Αγίου Λαζάρου που απογύμνωσε το ναϋδριο από λατρευτικά αντικείμενα και οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να φτιάξουν μόνοι τους επιτάφιο για να γιορτάσουν το Πάσχα του 1924. 

Ο συνοικισμός παίρνει γρήγορα ζωή. Στο Ταπητουργείο εργάζονται γυναίκες και παιδιά που πρέπει να στηρίξουν τις οικογένειές τους. Άλλες, αναλαμβάνουν την ύφανση χαλιών στο σπίτι. Πολλές Βυρωνιώτισσες που προέρχονταν από αστικές οικογένειες της Σμύρνης και άλλων μικρασιατικών πόλεων, μορφωμένες καθώς ήταν, αναζήτησαν δουλειά σε γραφεία και εταιρίες του κέντρου της Αθήνας. Άλλες, αναλάμβαναν να ράβουν φασόν για βιοτεχνίες. Με τη ραπτομηχανή ή τη γραφομηχανή, οι γυναίκες του Βύρωνα έδωσαν δυναμικό “παρούσα” στο χώρο της εργασίας. Για να τις διευκολύνει, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων Χένρυ Μόργκενταου, μαζί με τη σύζυγό του, ίδρυσαν τον πρώτο βρεφονηπιακό σταθμό της Αθήνας. Η συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία όμως δεν ήταν ακόμη έτοιμη: οι βυρωνιώτισσες κατηγορήθηκαν ως “άστοργες μητέρες”. 

Οι ίδιες γυναίκες όμως σκόρπιζαν κέφι και χαρά στα ντάνσινγκ και τα χοροδιδασκαλεία που απλώθηκαν στις παρυφές του Υμηττού που προσέλκυαν τους Αθηναίους σε βραδινές εξορμήσεις. Αλλά και στην κτιστή, κλειστή αγορά, το κρασί και η μουσική δεν έλειπαν. Αυτοσχέδια γλέντια στήνονταν στα μαγαζιά και οι καημοί των μικρασιατών γίνονταν τραγούδια, όπως η “Βυρωνιώτισσα” του Γρηγόρη Ασίκη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μάλιστα, ο Βύρωνας απέκτησε και κινηματοθέατρο, το “Μον Σινέ”, που φιλοξενούσε, εκτός από ταινίες, και θεατρικά μπουλούκια. Η αστική προέλευση των βυρωνιωτών ήταν ανεξίτηλη και διαφαινόταν σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής τους ζωής, όπως στους αθλητικούς συλλόγους που ιδρύθηκαν πολύ γρήγορα, διοργανώνοντας αγώνες ποδηλασίας, δρόμου και ομαδικών αθλημάτων. 

Όπως και οι λοιπές προσφυγικές συνοικίες, ο Βύρωνας έγινε δήμος το 1934 με πρώτο δήμαρχο τον αρχίατρο Ν. Φραγκιάδη. Οι δημότες στήριξαν τη βενιζελική παράταξη και αργότερα, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, πολλοί εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Τον Αύγουστο του 1944 στο Μπλόκο του Βύρωνα εκτελέστηκαν έντεκα από αυτούς ενώ πολλοί άλλοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας στη Γερμανία. Ο Δημήτρης Ψαθάς, Βυρωνιώτης κι ο ίδιος, αποτύπωσε τις δύσκολες μέρες της Κατοχής στα βιβλία του αλλά και εμπνεύσθηκε εύθυμες στιγμές από φυσιογνωμίες της περιοχής.

Για περισσότερα σχετικά με το Δήμο Βύρωνα, επισκεφτείτε τον επίσημο ιστότοπο.