Το πολύπτυχο της «προσφυγικής μνήμης»


  Η ιστορικός και συγγραφέας Αιμιλία Σαλβάνου συζητά με την Εριφύλη Μαρωνίτη.


- Πώς αλλάζει το ιδεολογικό τοπίο μετά την καταστροφή και ήττα στη Μικρά Ασία και την έλευση των προσφύγων;

Η πιο διαδεδομένη παραδοχή σχετικά με το πώς επηρέασε η ήττα στην Μικρά Ασία το ιδεολογικό τοπίο στην Ελλάδα ήταν ότι αποτέλεσε την ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας. Αληθεύει κατά ένα μέρος: όντως, εκ των πραγμάτων το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα αλυτρωτικά του σχέδια, ακόμη και αν στο εθνικό φαντασιακό παρέμειναν ψήγματα της Μεγάλης Ιδέας για αρκετές ακόμη δεκαετίες. Κατάλοιπά της συναντάμε, για παράδειγμα, στην ιδεολογία των χαμένων πατρίδων. Η μεγαλύτερη αλλαγή ωστόσο αφορά τον τρόπο που αναγκάστηκε να στραφεί στην επίλυση των πιεστικών προβλημάτων στο εσωτερικό του. Η αποκατάσταση των προσφύγων δεν ήταν απλή υπόθεση. Περισσότερο από την στέγαση, το θέμα αφορούσε το πώς θα προχωρούσε η ελληνική κοινωνία μετά το τραύμα της ήττας – της στρατιωτικής αλλά και αυτής στο ιδεολογικό επίπεδο, με το οποίο είχε πορευτεί από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτή η αναμέτρηση σήμαινε όχι μόνο επισταμένη προσπάθεια για σχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις που θα εξασφάλιζαν την κοινωνική συνοχή (όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούσαν την προσφυγική αποκατάσταση, τις κοινωνικές ασφαλίσεις και την υγεία), αλλά και επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ελληνικότητας. Έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε ότι παρόμοιες συζητήσεις γίνονταν στις περισσότερες κοινωνίες του μεσοπολέμου.

 
- Σε ποιους άξονες διαμορφώνεται η προσφυγική μνήμη και τι διεκδικήσεις/ επιδιώξεις εμπεριέχει;

Η έννοια της «προσφυγικής μνήμης» είναι από μόνη της προβληματική. Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, η μνήμη δεν ήταν καθόλου ομοιογενής – όπως άλλωστε δεν ήταν και το βίωμά τους. Το βλέπουμε και στις μαρτυρίες του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, ήταν βέβαιο ότι τελικά θα ενσωματώνονταν: το διασφάλιζε η ιθαγένεια που προέβλεπε η Σύμβαση της Ανταλλαγής. Ο φόβος ήταν να μην ταυτιστεί η ενσωμάτωση με την αφομοίωση. Για να αποφύγουν την αφομοίωση, οι πρόσφυγες έπρεπε να μπορέσουν να πουν την ιστορία τους. Το πρώτο στάδιο ήταν να διαμορφωθεί μια μνήμη συλλογική, ανάμεσα σε όσους είχαν το βίωμα της προσφυγιάς. Κράτησε χρόνια η προσπάθεια να περάσουν από την ατομική μνήμη, αποσπασματική και κατακερματισμένη, σε ένα σχετικά συνεκτικό «εμείς». Το δεύτερο στάδιο ήταν να μπορέσει αυτή η μνήμη να μεταδοθεί σε όσους δεν είχαν τα βιώματα. Αναφερόμαστε στο σύμπαν της πολιτισμικής μνήμης, τη μνήμη δηλαδή της προσφυγιάς όπως αποτυπώνεται στη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική, τον κινηματογράφο κλπ. Αυτή είναι η μνήμη που επιτυγχάνει κατά κύριο λόγο την ένταξη των προσφύγων στο εθνικό φαντασιακό – σχηματικά από την δεκαετία του 1960 και ύστερα. Το τρίτο στάδιο ήταν η διεκδίκηση της θεσμικής μνήμης. Εδώ η συζήτηση αφορά τη διεκδίκηση της αναγνώρισης της Μέρας Μνήμης για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό – το αίτημα με άλλα λόγια της αναγνώρισης του τραύματος από την πολιτεία και την ένταξή του στον πυρήνα της εθνικής μνήμης. Τρεις φάσεις της μνήμης, τρεις γενιές που τις επεξεργάστηκαν και τρεις διαφορετικής ποιότητας αιτήματα.

Διανοούμενοι – Η ελληνικότητα επαναπροσδιορίζεται

- Ποιος είναι ο ρόλος των διανοουμένων στη διαμόρφωση της μνήμης;

Μιλήσαμε πριν για την διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης ως προϋπόθεση ενσωμάτωσης. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να ανοίξει η έννοια της ελληνικότητας για να χωρέσει τους νεοφερμένους. Η ελληνικότητα όμως ήταν συγκροτημένη με συγκεκριμένους τρόπους: αφορούσε την τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού και την επέκταση του ελληνικού κράτους στη βάση της ενσωμάτωσης περιφερειών. Κανείς από τους δύο άξονες δεν ανταποκρινόταν στον τρόπο που οι περισσότεροι πρόσφυγες είχαν διαμορφώσει τις ταυτότητές τους, στο κέντρο των οποίων βρισκόταν η κοινότητα και η θρησκεία. Την «μετάφραση» της μνήμης ανέλαβαν διανοούμενοι που λειτούργησαν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και τους πρόσφυγες. Με καταγωγή από την Ανατολία οι ίδιοι, αλλά με εδραιωμένη θέση και κοινωνική καταξίωση στην ελληνική κοινωνία πριν το 1922, ανέλαβαν το δύσκολο εγχείρημα αφενός να βοηθήσουν να διαμορφωθεί μέσα από τις κατακερματισμένες ατομικές μνήμης μια συλλογική προσφυγική μνήμη και αφετέρου να μετατρέψουν τη μνήμη αυτή επικοινωνιακή, ώστε να μπορέσουν να σχετιστούν με αυτήν οι γηγενείς. Η προσφυγική μνήμη διαμορφώθηκε πάνω στη βάση του σχήματος της τρισχιλιετούς συνέχειας, υπογραμμίζοντας τη συμμετοχή του μικρασιατικού, θρακικού και ποντιακού ελληνισμού σε κάθε της στάδιο, καθώς και στη βάση της απώλειας (αντί για ενσωμάτωσης) ιστορικών γεωγραφικών περιφερειών του ελληνισμού. Πάνω στο ίδιο σχήματα διαμορφώθηκαν και οι αντίστοιχες ταυτότητες. Δεν ήταν εντελώς καινούργιο το εγχείρημα. Η ιστορική γεωγραφία είχε αξιοποιηθεί για την εθνική διεκδίκηση των «αλύτρωτων περιοχών» στις αρχές του 20ου αιώνα. Μόνο που τώρα την διεκδίκηση είχε αντικαταστήσει το τραύμα και το βάρος της ήττας.

«…Την «μετάφραση» της μνήμης ανέλαβαν διανοούμενοι που λειτούργησαν ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και τους πρόσφυγες..».

- Πώς αναπτύσσονται και ποιος είναι ο ρόλος των προσφυγικών συλλόγων μετά το 1922;

Όταν έφθασαν οι πρόσφυγες στο ελληνικό κράτος, δεν είχαν να αναμετρηθούν μόνο με την φτώχεια και τον ξεριζωμό, ούτε μόνο με τα αντιπροσφυγικά αισθήματα μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Είχαν να αναμετρηθούν κυρίως με τη διάλυση του κόσμου τους: είχαν περάσει από έναν κόσμο που ήταν οργανωμένος σε κοινότητες σε έναν νεωτερικό κόσμο, που το άτομο βρισκόταν μόνο του απέναντι στο κράτος. Στην πρώτη περίοδο οι προσφυγικοί σύλλογοι ανέλαβαν ακριβώς αυτόν τον διαμεσολαβητικό ρόλο που είχαν παλιότερα οι κοινότητες. Βοήθησαν τους πρόσφυγες στις πρώτες πιεστικές ανάγκες τους μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, να βρουν συγγενείς και συντοπίτες, να αντιμετωπίσουν την γραφειοκρατία, να βρουν δουλειές, να φτιαχτούν οι συνοικισμοί. Αυτό ήταν το πρώτο επίπεδο της συμβολής τους.

Προσφυγικοί σύλλογοι: αρωγοί στην ενσωμάτωση

Το δεύτερο επίπεδο αφορούσε μια πιο μακροπρόθεσμη ανάγκη, την ενσωμάτωση των προσφύγων στο εθνικό φαντασιακό. Η συμβολή των διανοουμένων στη διαμεσολάβηση της μνήμης έγινε κυρίως μέσα από τους προσφυγικούς συλλόγους και τα περιοδικά που εξέδιδαν. Στα περιοδικά αυτά, ψηφίδα τη ψηφίδα, έπαιρνε σχήμα η εδραίωση του μικρασιατικού ελληνισμού στην εθνική ιστορία και μνήμη, ενώ η αναγνώριση από ακαδημαϊκούς θεσμούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό τους έδινε και το απαραίτητο συμβολικό κύρος. Από την άλλη, πρακτικές με κοινό παρονομαστή τη συμμετοχή στο παρελθόν της μικρασιατικής πατρίδας εξοικείωναν τους πρόσφυγες με τη μνήμη και την ταυτότητα αυτή. Χοροεσπερίδες, υποτροφίες, προίκες, διαγωνισμοί κλπ, αλλά και η ίδια η ονομασία των συλλόγων που ευθυγραμμιζόταν με την ιστορική γεωγραφία του ελληνισμού συνέτειναν ώστε οι πρόσφυγες να επανδιαμορφώσουν τη μνήμη τους, η οποία συμπεριέλαβε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, αυτό της γεωγραφικής περιφέρειας, το οποίο δεν υπήρχε στην εμπειρία τους.

- 100 χρόνια μετά, πώς εξιστορεί η εκπαίδευση τη Μικρασιατική ήττα και την έλευση των προσφύγων;

Φοβάμαι πώς ακόμη και σήμερα, τόσο στην εκπαίδευση όσο και ευρύτερο στο δημόσιο χώρο, διαβάζουμε την μικρασιατική εκστρατεία αποκλειστικά μέσα από τον φακό της εθνικής ιστορίας. Επιλέγοντας αυτόν τον δρόμο, ωστόσο, χάνουμε από την οπτική μας τη συνθετότητα της περιόδου. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν διαλυθεί τρεις μεγάλες ιστορικές αυτοκρατορίες, και μέσα από τα σπλάχνα τους γεννήθηκαν έθνη. Η ιστορία του είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της σφυρηλάτησης των εθνικών ταυτοτήτων – σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του αίματος που είχε κυλήσει ανάμεσα σε σύνοικες κοινότητες. Συνεπώς, πράγματι η μία οπτική είναι να διαβάζουμε την ιστορία του 1922 μέσα από τη ματιά της εθνικής ιστορίας και των αλυτρωτικών διεκδικήσεων, η άλλη όμως είναι να τη διαβάζουμε μέσα από αυτήν την κοσμογονία και να τη σκεφτούμε μέσα από την εμπειρία των ξεριζωμένων, ιδιαίτερα όσων δεν ήταν εξοικειωμένοι με την εθνική ιδεολογία. Τότε θα κατανοήσουμε ότι ήταν μια περίοδος που οι αλλαγές ήταν τόσο βαθιές και τόσο γρήγορες, που οι άνθρωποι με δυσκολία μπορούσαν να τις συλλάβουν – πόσο μάλλον να τις διαχειριστούν. Αυτή η οπτική μας επιτρέπει επίσης να αρχίσουμε να ψηλαφίζουμε την εμπειρία των προσφύγων – οι περισσότεροι από τους οποίους δεν «επέστρεψαν» στην πατρίδα τους, όπως συνήθως λέγεται σήμερα από την ασφάλεια των εκατό χρόνων που έχουν μεσολαβήσει, αλλά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την μόνη πατρίδα που ήξεραν (αφού έγιναν μάρτυρες της ραγδαίας διάλυσής της και ένιωσαν ανεπιθύμητοι στον τόπο τους) και να προσπαθήσουν να ριζώσουν σε έναν τόπο φτιάχνοντας νέες πατρίδες και νέες ιστορίες για τον εαυτό τους και το παρελθόν τους.

- Βρήκε τελικά η μνήμη των Μικρασιατών προσφύγων θέση στην εθνική μας μνήμη;

Με δεδομένο ότι το 1922 και το τραύμα της προσφυγιάς αποτελεί σήμερα έναν από τους κεντρικότερους τόπους της εθνικής μνήμης, βεβαίως και βρήκε θέση, και μάλιστα με τρόπο θεσμικό, διαμορφώνοντας σε πολλές περιπτώσεις ένα καθεστώς μνήμης που δεν επιτρέπει και πολλές αποκλίσεις.

- Ποιο αφήγημα μνήμης τελικά επικράτησε;

Το πρώτο σχετίζεται με τον τρόπο που διαμορφώθηκε η προσφυγική μνήμη στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, το αφήγημα έχει διαμορφωθεί από τα πάνω, από αστούς διανοούμενος που μιλούσαν στο όνομα των προσφύγων. Επικοινωνιακή μνήμη προς την ελληνική κοινωνία, συμμόρφωση στο αφήγημα της μνήμης προς την προσφυγική κοινότητα. Μια προσφυγική μνήμη που, στο όνομα της ενσωμάτωσης, απέφευγε κάθε σύγκρουση με την επίσημη μνήμη. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η προσφυγική μνήμη ταυτίζεται ανοιχτά με την εθνικοφροσύνη. Σε κάθε περίπτωση τονιζόταν η προσφορά των προσφύγων στο έθνος, την κοινωνία και την οικονομία. Αυτή όμως δεν είναι όλη η ιστορία. Είναι γνωστή η σύνδεση του προσφυγικού κόσμου με την Αριστερά και ο ρόλος που έπαιξε στην ΕΑΜ, ειδικά σε γειτονιές της Αθήνας. Είναι επίσης γνωστό ότι όψεις της κουλτούρας προσφυγικών στρωμάτων (όπως για παράδειγμα το ρεμπέτικο), πριν αποκαθαρθούν από τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και ενταχθούν στην δημοφιλή κουλτούρα, ήταν εξορισμένες και ηθικά κατακριτέες. Σιγά σιγά μπαίνουν στη συζήτηση, αλλά χωρίς συνήθως να συνδέονται με την κοινωνική εμπειρία στην οποία ανταποκρίνονται. Ακόμη και σήμερα εξακολουθούμε να μιλάμε για τους πρόσφυγες σαν να ήταν μια ομοιογενής ομάδα – όπως δηλαδή αντανακλάται από το αφήγημα της προσφυγικής μνήμης που είχε λίγο ως πολύ διαμορφωθεί μέχρι τη δεκαετία του 1970.Η παράμετρος του τραύματος προστέθηκε λίγα χρόνια αργότερα – στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990.

 

Η προσφυγιά του 1922 αποτελεί – και – διεθνικό γεγονός

Το δεύτερο χαρακτηριστικό σχετίζεται με την αντιμετώπιση της προσφυγιάς του 1922 ως εξαιρετικό γεγονός που αφορά μόνο την ελληνική περίπτωση. Παραλείπουμε δηλαδή στην εθνική μνήμη να εντάξουμε τους μικρασιάτες πρόσφυγες στα δεκατρία εκατομμύρια προσφύγων που δημιούργησε ο μακρύς Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Δεν αντιμετωπίζουμε την προσφυγιά ως το διεθνικό γεγονός που ήταν. Έχει σημασία η παράλειψη αυτή, γιατί βγάζει από το κάδρο την ιστορική συγκυρία και τον τρόπο που το αριθμητικό μέγεθος των προσφύγων διεθνώς δημιούργησε την ανάγκη ενός νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου που τους επέτρεψε στη συνέχεια να διεκδικήσουν τους όρους ένταξής τους. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν εξαιρείται από τη συνθήκη αυτή, αλλά ίσα-  ίσα, επειδή κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα προσφυγικά ρεύματα σχετικά αργά συγκριτικά με άλλα κράτη, μπόρεσε να τα ανταποκριθεί πιο οργανωμένα. Το πιο απλό, η Συνθήκη Ανταλλαγής και ο όρος να έχουν οι πρόσφυγες την ιθαγένεια της νέας τους πατρίδας ήταν αποτέλεσμα με μεγάλο βαθμό του προβλήματος των απάτριδων προσφύγων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Κοινωνία των Εθνών λίγα χρόνια νωρίτερα. Αντιμετωπίζοντας το 1922 ως εθνική εξαίρεση θεωρούμε πιθανώς ότι υπογραμμίζουμε το μέγεθος του τραύματος. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, αφού στριμώχνουμε τη μνήμη σε ένα αφήγημα που κινείται ανάμεσα στην θυματοποίηση των προσφύγων και το έπος της αποκατάστασης. Ο μεσοπόλεμος ήταν πολύ πιο πλούσιος: οι πρόσφυγες έγιναν ο μοχλός για να δημιουργηθούν διεθνείς οργανισμοί, μεταρρυθμιστικά σχέδια, οράματα για κοινωνική ειρήνη και πρόοδο. Νήματα που κόπηκαν βέβαια, αλλά που συχνά ξαναπιάστηκαν. Και που εν πάση περιπτώσει βρίσκονται στη συλλογική μνήμη. Αλλά γι’ αυτήν τη μνήμη σπάνια μιλάμε.