Η εκπαίδευση των προσφύγων


Ένα από τα πρώτα μελήματα των προσφύγων, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν ομάδες ανθρώπων με προέλευση από του ίδιους οικισμούς στη Μικρά Ασία, ήταν η λειτουργία σχολείων.  Τούτο εξυπηρετούσε τόσο τη διατήρηση και σύσφιξη κοινωνικών ταυτοτήτων και ιεραρχιών, όσο και ένα μέσο ενσωμάτωσης των προσφύγων στο νέο περιβάλλον. Οι εμπειρίες των προσφύγων στους τόπους προέλευσής τους ποίκιλλαν: σε πόλεις όπως η Σμύρνη, το Αϊβαλί και η Τραπεζούντα, οι εκπαιδευτικοί θεσμοί είχαν αναδειχθεί σε εξαιρετικά σημαντικούς παράγοντες παγίωσης της ταξικής υπεροχής, δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου και προώθησης κοινωνικής κινητικότητας. Παράλληλα, ήταν φορείς διασποράς της εθνικής ιδεολογίας και της πολιτισμικής αλλαγής στο πρότυπο των ευρωπαϊκών μεσαίων αστικών στρωμάτων. Σε άλλες περιοχές, ωστόσο, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, τα σχολεία είτε δεν είχαν διαδοθεί ιδιαίτερα είτε κάλυπταν απλώς βασικές ανάγκες.
 
 

Με δεδομένο πως το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων που εγκαταστάθηκε στην Αττική προέρχονταν από αστικά ή ημιαστικά περιβάλλοντα, η φροντίδα για τη λειτουργία σχολείων γεφύρωσε την υπάρχουσα εμπειρία με τις νέες ανάγκες. Τούτο έγινε αισθητό και στη γυναικεία εκπαίδευση. Οι ανάγκες για τη δραστηριοποίηση πολλών νέων γυναικών στην αγορά εργασίας υποβοήθησαν τη γενίκευση της γυναικείας εκπαίδευσης, φαινόμενο που είχε ήδη εμφανιστεί από τον 19ο αιώνα με τα παρθεναγωγεία των μικρασιατικών αστικών κέντρων.

Η ελληνική πολιτεία προσπάθησε να ανταποκριθεί γρήγορα στην κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών, οι οποίες άλλωστε ήταν αναγκαίες για την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ενσωμάτωση των προσφύγων στο ελληνικό κράτος. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το ζήτημα της γλώσσας, καθώς πολλές προσφυγικές ομάδες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας (π.χ από την Καππαδοκία και την Πισιδία) είχαν ως μητρική γλώσσα τα τουρκικά, ενώ άλλες (π.χ. από τον Πόντο) χρησιμοποιούσαν γλωσσικά ιδιώματα της ελληνικής που δεν ήταν εύκολα κατανοητά από τους «γηγενείς». Επιπλέον, η εκπαίδευση ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες ένταξης των προσφυγικών πληθυσμών με τις ποικίλες τους πολιτισμικές καταβολές στο πλαίσιο της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας.

 
 

Έτσι οι κρατικές στοχεύσεις και τα ζητούμενα του προσφυγικού πληθυσμού αρμόστηκαν μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό: η εκπαίδευση συνέβαλλε τόσο στην  κρατική διαχείριση και αξιοποίηση των νέων κατοίκων εκ μέρους της κρατικής πολιτικής, όσο και στην ενσωμάτωση και ευρύτερη κοινωνική αποδοχή των προσφύγων, και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που ήταν συχνά εχθρικό απέναντί τους. 

Ανάλογα προβλήματα με εκείνα της στέγασης των προσφύγων παρουσιάστηκαν και σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση. Άλλα σχολεία φιλοξενούνταν σε αυτοσχέδιες και πρόχειρες κατασκευές, ενώ τα προϋπάρχοντα αδυνατούσαν να καλύψουν τις νέες ανάγκες. Το αποφασιστικό βήμα προς τη βελτίωση των συνθηκών πραγματοποιήθηκε επί πρωθυπουργίας του Γεώργιου Παπανδρέου κατά το διάστημα της  μεταξύ 1928 και 1932, όταν υπουργός παιδείας ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου.  Τότε κατασκευάστηκαν, κυρίως από την αρχιτεκτονική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, πάνω από 3000 νέες σχολικές μονάδες που, με τη μοντερνιστική και φονξιοναλιστική τους τεχνοτροπία, βρίσκονταν στην πρωτοπορία του διεθνούς κινήματος της «νέας αρχιτεκτονικής». Η αποτελεσματικότητα αυτού του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος φαίνεται από το ότι ακόμα και σήμερα μπορεί να δει κανείς στις γειτονιές της Αθήνας λειτουργικά σχολικά συγκροτήματα που χρονολογούνται από εκείνη την εποχή.